παρθένος

παρθένος
παρθένος
Grammatical information: f.
Meaning: `virgin, girl, young woman' (Il.).
Other forms: Also παρσένος (Ar.).
Compounds: Compp., e.g. παρθεν-οπῖπα (Λ 385), s. ὀπιπεύω; καλλι-πάρθενος `having fair virgins, belonging to a beautiful virgin' (E.).
Derivatives: A. Nouns. 1. Dimin. παρθεν-ίσκη, -ισκάριον (Hdn. Gr., gloss.); 2. παρθένιος (analog. -ειος, -ήϊος) `vestal' (Il.); 3. -ική f. `maiden' (Il.; Fraenkel Nom. ag. 1, 210ff., Chantraine Études 101f., Specht Ursprung 210), -ικός `vestal' (LXX, D. S.; Chantraine op. cit. 121 a. 151); 4. -ιον, -ικόν, -ίς name of several plants, `artemisia' a.o. (Hp., Dsc.; on the naming motive Strömberg Pfl. 100); 5. -ώδης `vestal' (St. Byz.); 6. -ιανός `born under the sign of Virgo' (Astr.); 7. -ίας m. `son of a maiden' (Arist., Str.); 8. -ών (-εών AP a.o.), -ῶνος m. `bower', usu. name of the temple of Athene παρθένος (Att.). 9. παρθεν-ία (-εία), -ίη f. `virginity' (Sapph., Pi.). B. Verbs. 1. παρθεν-εύομαι, , also (in elevating meaning) with ἀπο-, δια-, ἐκ-, `to be a maiden, to treat as a m.' (Ion., A., E.) with -ευμα n. `maiden's work, son of a maiden' (E.), -ευσις f. = -ία (Luc.), -εία `id.' (E.), partly graphically coincided with -ία , s. Scheller Oxytonierung 34 f. 2. ἀπο-παρθενόω `to deflower' (LXX).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Morphol. and etymolog. isolated. Several attempts: to εὑθενέω (Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1906, 172ff.; w. lit.); to πτόρθος (Cuny REIE 1, 102 ff.); to θῆσθαι `suck' (Pedersen REIE 1, 192ff.); to OIr. ainder `young woman' (Pedersen JCeltStud. 1, 4ff.); to Lat. virgō (Schwyzer 297 w. Hirt a.o.; s. Messing Lang. 30, 108); to σκυρθάλιος νεανίσκος H. (Grošelj Živa Ant. 1, 125 f.). -- The word is prob. Pre-Greek. (The -σ- is the Dorian development of θ.)
Page in Frisk: 2,474-475

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Παρθένος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — α, ο 1. ο αγνός, καθαρός, απείραχτος, άθιχτος: Εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα, που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση (Γ. Σεφέρης). 2. το θηλ., παρθένα η κόρη η αδιακόρευτη, η αχάλαστη, η αγνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παρθένω — Παρθένος masc nom/voc/acc dual Παρθένος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένω — παρθένος fem nom/voc/acc dual παρθένος fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …   Dictionary of Greek

  • ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …   Dictionary of Greek

  • Παρθένε — Παρθένος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένε — παρθένος fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθένοι — Παρθένος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”